- τέλος
- το, ΝΜΑ1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι τοῑς πραττομένοις;», Iσοκρ.)2. παύση, λήξη (α. «το τέλος τής παράστασης» β. «ὡς δὲ πρὸς τέλος γόων ἀφίκοντο», Σοφ.)3. έκβαση, αποτέλεσμα (α. «θέλω να δω τί τέλος θα έχει» β. «τέλος τοιόνδε ἐγένετο τῆς μάχης», Ηρόδ.)4. το τέρμα τής ζωής, ο θάνατος (α. «το τέλος μου έχει να γενή στην φυλακή ετούτη», Ερωτόκρ.β. «τῶν ἤδη τέλος ἐχόντων» — τών νεκρών, Πλάτ.)5. χρηματική παροχή που επιβάλλεται από το κράτος, φόρος, δασμός (α. «ταχυδρομικό τέλος» β. «τὸ ὡρισμένον τῆς αἰτήσεως τέλος», πάπ.)6. ο τελικός, ο αντικειμενικός σκοπός7. (στην αρχ. φιλοσ.) α) το ύψιστο σημείο, το ιδανικόβ) (στον Αριστοτ.) i) τελικό αίτιοii) το κύριο και πρώτιστο αγαθό8. (ως επίρρ.) τελικά (α. «τέλος έφυγε» β. «τέλος οὐδέτεροι νικήσαντες διέστησαν», Ηρόδ.)9. φρ. α) «στο τέλος» και «εἰς [ὴ ἐς] τέλος» — τελικάβ) «παίρνω τέλος» και «τέλος λαμβάνω» — ολοκληρώνομαι, συμπληρώνομαιγ) «μηδένα προ τού τέλους μακάριζε» — μη θεωρείς κανέναν ευτυχισμένο προτού δεις το τέλος τουνεοελλ.φρ. α) «εν τέλει»i) τελικάii) για να τελειώνουμεβ) «τέλος πάντων» και «τελοσπάντων» — ας τελειώνουμε, τελικάγ) «από αρχή μέχρι τέλους» — σε όλη την έκταση, σε όλα τα μέρη, παντούδ) καλά τέλη»i) καλά αποτελέσματαii) καλά γηρατειάε) «δίνω τέλος σε κάτι» — τερματίζω κάτι, δεν αφήνω να υπάρξει συνέχειαστ) «τέλος καλό, όλα καλά» — το αίσιο τέλος απαλύνει τις οποιεσδήποτε δυσάρεστες εμπειρίες από μια δύσκολη κατάστασημσν.-αρχ.1. δαπάνη, έξοδα2. φρ. «εἰς [ἤ ἐς] τέλος» — εξ ολοκλήρου, εντελώςαρχ.1. η ουσία, ο κύριος σκοπός ενός πράγματος2. η τέλεια ηλικία («εἰς ἀνδρὸς τέλος» — στην ανδρική ηλικία, Πλάτ.)3. η τελική απόφαση4. (σχετικά με αγώνα) βραβείο («ἔφερε πυγμᾱς τέλος», Πίνδ.)5. η υπέρτατη εξουσία6. η ύψιστη θέση στον πολιτικό βίο7. η κυβέρνηση («τοιαῡτ' ἔδοξε τῷδε Καδμείων τέλει», Αισχύλ.)8. διάταγμα9. υπούργημα («ἔξω τοῡ τέλους εἰσὶ τούτου», Δημοσθ.)10. θρησκευτική εορτή και, ιδίως, η τελετή τού γάμου («τέλος ὁ γάμος ἐκαλεῑτο», Πολυδ.)11. συμβάν, περιστατικό («οὐ γὰρ ἔγωγέ τι φημι τέλος χαριέστερον εἶναι ἤ ὅτε...», Ομ. Οδ.)12. δύναμη, δραστικότητα, αποτελεσματικότητα («καὶ τοῑσ' ουδὲν ἔπεστι τέλος», Σόλ.)13. (στην Αθήνα) η περιουσία τού πολίτη, σύμφωνα με την οποία καθορίζονταν και οι εισφορές του14. κτηματική διαίρεση και διανομή («Κορωνείων τὸ τέλος», επιγρ.)15. στρ. α) τάγμα, άγημα («πολλὰ πελταστῶν τέλη», Ευρ.)β) (στους Ρωμαίους) η λεγεώναγ) στρατιωτική δύναμη από 2.048 πεζούς, η αρχαία μεραρχίαδ) στρατιωτική δύναμη από 2.048 ιππείς, η ταξιαρχίαε) (σε συνεκφορά με τη λ. δίρρυμα) τάγμα αρμάτων16. (γενικά) πλήθος («τέλη ἀθανάτων», Αισχύλ.)17. (σχετικά με πουλιά) σμήνος («ὀρνίθων τέλεα ὀχευόμενα ἔν τε τοῑσι νηοῑσι τῶν θεῶν», Ηρόδ.)18. (στη δοτ. ως επίρρ.) τέλειγενικά19. στον πληθ. τὰ τέληα) οι άρχοντεςβ) τα καθήκονταγ) ιερές τελετές και θυσίες προς τιμήν θεών («θεοῑσι μικρὰ θύοντες τέλη», Ευρ.)δ) τα Ελευσίνια μυστήρια, τα οποία ονομάστηκαν έτσι επειδή τά θεωρούσαν ως ολοκλήρωση τού βίουε) λάφυρα, τα οποία αφιέρωναν σε ναό20. φρ. α) «τέλος ἔχω»i) είμαι έτοιμος, τελειωμένοςii) (για πρόσ.) έχω τη δύναμη να επικυρώσω ή να καθιερώσω κάτιβ) «τέλος θανάτου» — η δύναμη που επιφέρει τον θάνατογ) «τέλος νόστου» — ο νόστος, η επιστροφή (Ομ. Οδ.)δ) «τέλος γάμου» — ο γάμος (Ομ. Οδ.)ε) «οἱ ἐν τέλει» ή «οἱ τὰ τέλη ἔχοντες» — αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία, οι άρχοντεςστ) «διὰ τέλους» — για πάντα, πάντοτεζ) «ἐπὶ τέλος» — τελικά, στο τέλοςη) «τέλος ἐπιτίθημί τινι» — κάνω κάτι αποτελεσματικό (Ομ. Ιλ.)θ) «τέλος γίγνεταί τινος» — έρχεται το τέλος ή το αποτέλεσμα ενός πράγματος (Ηρόδ., Ξεν.)ι) «κατά τό τέλος ζημιοῡμαι» — τιμωρούμαι ανάλογα με την περιουσία και την τάξη μου (Ισαί.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για ακατάληκτο σιγμόληκτο ουδ. (πρβλ. βέλος, πένθος), που εμφανίζει μεγάλη ποικιλία σημασιών. Η σημ. τής λ. «όριο, τέρμα, σημάδι» θα μπορούσε να οδηγήσει στην ΙΕ ρίζα *kwel- «στρέφω, γυρίζω, κινούμαι ολόγυρα» (πρβλ. πέλω*, τέλομαι). Με τη σημ. τής ρίζας kwel- (στην Ελληνική ο χειλοϋπερωικός φθόγγος πριν από φωνήεν -ε- αντιπροσωπεύεται με οδοντικό σύμφωνο τ-, εκτός τής αιολ. διαλ., που εμφανίζει π-, πρβλ. πέλω) θα μπορούσε να συνδυαστεί και η βασική σημ. τής λ. «αποπεράτωση, έκβαση», όπως επίσης και η σημ. τού ρ. τέλλω* «εκτελώ, ορίζω» (πρβλ. εντολή). Παρ' όλα αυτά, ο μυκην. τ. tereta, που αντιπροσωπεύει το παράγωγο τελεστής, δεν εμφανίζει το αναμενόμενο σύμφωνα με την προηγούμενη υπόθεση αρκτικό χειλοϋπερωικό σύμφωνο, γεγονός που γεννά αμφιβολίες για την ύπαρξη αμάρτυρου αρχικού τ. *kwel-os και την αναγωγή τής λ. στη ρίζα *kwel-. Κατ' άλλη άποψη, η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *tel- «σηκώνω, αίρω, υψώνω, ζυγίζω, μεταφέρω» (πρβλ. τάλας, τελαμών), γεγονός που θα μπορούσε να συνδυαστεί με τη σημ. «φόρος, πληρωμή» και «κυβέρνηση, εξουσία» τής λ., όπως και με τη σημ. τού ρ. τέλλω* «ανεβαίνω, προχωρώ, υψώνω» (πρβλ. ανατολή). Η τελευταία άποψη, ωστόσο, δεν θα μπορούσε εύκολα να δικαιολογήσει τη βασική σημ. τής λ. τέλος «αποπεράτωση, έκβαση, ολοκλήρωση». Η μεγάλη ποικιλία τών σημασιών που περιλαμβάνει η λ. και ειδικότερα η απόσταση ανάμεσα στις σημ. τής αποπεράτωσης, τής εξουσίας και τού φόρου οδήγησε ορισμένους στην υπόθεση ότι πρόκειται για δύο αρχικούς τ. διαφορετικής ετυμολογικής προέλευσης αλλά παρόμοιας μορφής που συγχωνεύθηκαν σε έναν. Βασική παρ' όλα αυτά σημ. πρέπει να θεωρηθεί η «αποπεράτωση, έκβαση, πραγματοποίηση», από όπου η σημ. «ουσία, τελικός, αντικειμενικός σκοπός», η σημ. «τής τελικής απόφασης και τής υπέρτατης εξουσίας που λαμβάνει τις αποφάσεις», όπως και η σημ. τού «τυπικού βάσει τού οποίου εκτελούνται οι αποφάσεις, διάταγμα, υπούργημα, θρησκευτική γιορτή» (πρβλ. τελετή, τελετουργία). Με τις προηγούμενες σημ. συνδέονται τόσο η κοινή σημ. με την οποία η λ. χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν στη Νέα Ελληνική: «το έσχατο σημείο ενός πράγματος, το έσχατο όριο, τέρμα, παύση, λήξη, θάνατος» (πρβλ. τελευτή, τελευταίος) όσο και η αρχ. σημ. «τάγμα, στρατιωτικό απόσπασμα, άγημα» με την έννοια τού οργανωμένου, ολοκληρωμένου συνόλου. Σημαντική, τέλος, είναι και η σημ. της λ. «αυτό που οφείλει κάποιος, φόρος, δασμός», από όπου η αρχ.-μσν. σημ. «δαπάνη, έξοδα». Την ίδια ποικιλία σημ. με τη λ. τέλος εμφανίζει το παράγωγο ρ. τελῶ* και τα σύνθ. σε -τελής (σχηματισμένα από το σιγμόληκτο θ. τελ-εσ- τής λ.). Η λ. τέλος εμφανίζεται και ως α' συνθετικό με τη μορφή τελεσσι-, πιθ. από τον τ. τής δοτ. πληθ. τέλεσι (πρβλ. ὀρεσί-κοιτος, ὀρεσι-δίαιτος, βλ. και λ. όρος), με διπλασιασμό τού -σ- προς διευθέτηση μετρικών αναγκών.ΠΑΡ. τέλ(ε)ιος, τελικός, τελώαρχ.τελήεις, τελίσκω, τέλοσδε.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) τελεσφόρος, τελώνηςαρχ.τελάρχης, τελεσίδρομος, τελεσίερος, τελεσίκαρπος, τελεσιουργός, τελεσιφάντης, τελεσσιδώτειρα, τελεσσίνους, τελεσσίφρωναρχ.-μσν.τελεσσίγαμος, τελεσσίγονος, τελεσσίμορος, τελεσσίτοκοςνεοελλ.τελεσίγραφο, τελεσίδικος, τελολογία, τελόφαση. (Β' συνθετικό σε -τελής) ατελής, αυτοτελής, δημοτελής, εντελής, επιτελής, ευτελής, ημιτελής, ισοτελής, λυσιτελής, ολοτελής, παντελής, πολυτελής, υποτελής, φοροτελήςαρχ.αγχιτελής, αειτελής, ακροτελής, αρτιτελής, βαρυτελής, βιοτελής, βραχυτελής, διατελής, εκτελής, καρποτελής, κοινοτελής, νεοτελής, ομοτελής, οξυτελής, προτελής, συντελής, υπερτελήςνεοελλ.ανιδιοτελής, ιδιοτελής, υπερπολυτελής, φιλοτελής].
Dictionary of Greek. 2013.